προνύμφη

προνύμφη
Γενική ονομασία της νεανικής μορφής που έχουν μερικά ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα όταν βγαίνουναπό το αβγό. Η π. χαρακτηρίζεται από την όψη και το είδος της ζωής περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικά από το ακμαίο άτομο· εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις της νεοτονίας, η π. είναι ανίκανη να αναπαραχθεί. Η π. μετατρέπεται σε ακμαίο άτομο μέσω μιας λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκης μεταμόρφωσης, μερικές φορές βαθμιαίας και άλλοτε ταχύτερης. Η μελέτη της π. έχει σημασία γιατί αποκαλύπτει διάφορους τρόπους προσαρμογής και παρέχει στοιχεία χρήσιμα για τις έρευνες συστηματικής κατάταξής τους και για την εξέλιξη. Μερικές π., πολύ διαφορετικές από τα ακμαία άτομα και οι οποίες παλαιότερα θεωρούνταν αυτόνομα είδη, πήραν ειδικές ονομασίες. Για παράδειγμα, ονομάζεται παρεγχυμούλη η βλεφαριδωτή και επιπλέουσα π. ορισμένων σπόγγων. Βλεφαριδωτές, πλαγκτονικές, διαφανείς, με αμφίπλευρη συμμετρία είναι οι π. των εχινοδέρμων που λέγονται ωτοειδείς στα ολοθουροειδή, διπτερύγιες στα αστεροειδή, πλουτεύς στα εχινοειδή και στα οφιουροειδή. Τροχοφόρες ονομάζονται οι βλεφαριδωτές π. των πολυχαιτών δακτυλιοσκωλήκων, των βραχιονοπόδων και των τροχοζώων· συγγενής είναι η π. στα μαλάκια, που λέγεται πεπτοφόρος (veliger), η οποία ύστερα αποκτά πόδια, μανδύα και όστρακο. Ναύπλιος είναι η π. των καρκινοειδών με ένα μονάχα υποτυπώδες μάτι και 3 ζεύγη αποφύσεων (κεράτια, κεραίες και γνάθοι). Ποικιλότατες είναι οι π. των εντόμων στις τάξεις που έχουν ατελή μεταμόρφωση. Μεταξύ των σπονδυλωτών έχουν προνυμφικές μορφές και μεταμορφώσεις τα κυκλόστομα (η π. λέγεται αμμόκοιτος), διάφορα ψάρια –π.χ. το χέλι, η π. του οποίου λέγεται τυφλή ή λεπτοκέφαλη– και τα αμφίβια, η π. των οποίων λέγεται γυρίνος.
* * *
η, Ν
βιολ.. αναπτυξιακή μορφή τών ζωικών οργανισμών, ενδιάμεση μεταξύ εμβρύου και τέλειου ατόμου, συνήθως ενήλικου στα περισσότερα ασπόνδυλα ζώα και σε πολλά κατώτερα σπονδυλόζωα, όπως λ.χ. στα αμφίβια και στα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pronymph (< προ-* + νύμφη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προνύμφη — η (ζωολ.), η κάμπια του εντόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… …   Dictionary of Greek

  • τροχοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει τροχούς, που κινείται πάνω σε τροχούς («τροχοφόρο όχημα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τροχοφόρος προνύμφη 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. τροχοφόρο 4. φρ. «τροχοφόρος προνύμφη» ζωολ. μικρή διαφανής σφαιρική ή αχλαδόμορφη… …   Dictionary of Greek

  • κεραμβυκίδες — (cerambycidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε υποτροπικές και τροπικές περιοχές. Χαρακτηρίζονται από το μεγάλο σώμα τους, το οποίο είναι επίμηκες και κυλινδρικό,… …   Dictionary of Greek

  • ανθονόμος — Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Στην Ευρώπη ζουν περίπου 30 είδη. Το μήκος του σώματός τους είναι 5 7,5 χιλιοστά και το χρώμα τους κυμαίνεται από ανοιχτό έως σκούρο καφέ. Τα κυριότερα από τα είδη είναι τα ακόλουθα:… …   Dictionary of Greek

  • γεωμέτρης — (geometra). Κοινή ονομασία γένους λεπιδοπτέρων της οικογένειας των γεωμετριδών. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι οι κάμπιες τους –που στερούνται των τριών πρώτων ζευγών κοιλιακών ποδών και διατηρούν μόνο τα δύο τελευταία ζεύγη του έκτου… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”